πρόβασις

πρόβασις
-άσεως, ἡ, Α [προβαίνω]
1. περιουσία σε βοσκήματα, κυρίως σε πρόβατα
2. αφθονία προβάτων
3. κίνηση προς τα εμπρός
4. πρόοδος («προβάσεις τοῡ νοῡ», Φίλ.)
5. σωματική ανάπτυξη
6. πιθ. προβάδισμα σε τελετή
7. μτφ. ηθική πρόοδος
7. φρ. «ἐκ προβάσεως» — με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόβασις — property in cattle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάσις — προβάσῑς , πρόβασις property in cattle fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάσει — πρόβασις property in cattle fem nom/voc/acc dual (attic epic) προβάσεϊ , πρόβασις property in cattle fem dat sg (epic) πρόβασις property in cattle fem dat sg (attic ionic) προβά̱σει , προβαίνω step forward aor subj act 3rd sg (epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάσεις — πρόβασις property in cattle fem nom/voc pl (attic epic) πρόβασις property in cattle fem nom/acc pl (attic) προβά̱σεις , προβαίνω step forward aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάσεσι — πρόβασις property in cattle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβάσης — πρόβασις property in cattle fem nom/voc pl (doric aeolic) προβά̱σης , προβαίνω step forward aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβασι — πρόβασις property in cattle fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβασιν — πρόβασις property in cattle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …   Dictionary of Greek

  • προβασία — ἡ, Α πιθ. βοσκή προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβασις, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”